συνιερος

συνιερος
    συνίερος
    συν-ίερος
    2
    совместно чтимый
    

σ. τοῦ Ἔρωτος Plut.(Афродита), имеющая общий культ с Эротом


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συνιερος" в других словарях:

  • συνίερος — having joint sacrifices masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνίερος — ον, Α [ἱερός] αυτός στον οποίο αποδίδεται κοινή με άλλον λατρεία («ἡ σύνναος καὶ συνίερος τοῡ Ἔρωτος», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»